Μια ενδελεχής νέα μελέτη ανακάλυψε ότι το 75% των γυναικών δεν παίρνει το υγιές συνιστώμενο βάρος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Η μικρότερη ή μεγαλύτερη αύξηση του σωματικού βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυξάνει τον κίνδυνο πρόωρης κύησης και καισαρικής τομής.
Η διεθνής ερευνητική ομάδα, με επικεφαλείς ερευνητές του Πανεπιστημίου Monash, εξέτασε πάνω από 5.000 προηγούμενες έρευνες και ανέλυσε δεδομένα για την εγκυμοσύνη από τρεις ομάδες στην Ασία, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αλλά σημείωσε ότι περιορίστηκε από την έλλειψη στοιχείων και ερευνών από αναπτυσσόμενες χώρες.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι το 23% των γυναικών δεν πήρε το συνιστώμενο βάρος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους και περισσότερο από το 50% πήρε υπερβολικά πολύ. Το μεγαλύτερο βάρος ήταν πιο διαδεδομένο στις δυτικές χώρες. Άλλα βασικά συμπεράσματα περιελάμβαναν ότι το 7% των γυναικών ήταν λιποβαρείς και το 38% ήταν υπέρβαρες και παχύσαρκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι γυναίκες που κέρδισαν περισσότερο από το συνιστώμενο βάρος είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να έχουν μεγάλα μωρά και να απαιτηθεί τοκετός με καισαρική. Οι γυναίκες που δεν πήραν το συνιστώμενο βάρος είχαν 8% κίνδυνο να έχουν λιποβαρές μωρό και 8% κίνδυνο πρόωρης γέννησης.
«Η μεγαλύτερη ή μικρότερη αύξηση βάρους στην κύηση από τις κατευθυντήριων γραμμών συνδέθηκε με υψηλότερο κίνδυνο ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων για τη μητέρα και το βρέφος», κατέληξε η έρευνα.
Η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας καθηγήτρια Helena Teede δήλωσε ότι τα αποτελέσματα υπογράμμισαν την επείγουσα ανάγκη στρατηγικών ιατρικής παρακολούθησης και υποστήριξης για τις γυναίκες πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές συνιστούν αύξηση βάρους 12,5 έως 18 κιλα για γυναίκες με χαμηλό βάρος, 11,5 έως 16 κιλά για γυναίκες με υγιές βάρους, 7 έως 11 κιλά για υπέρβαρες γυναίκες και 5 έως 9 κιλά για παχύσαρκες γυναίκες. Αυτά τα νούμερα είναι ενδεικτικά και ο γυναικολόγος της κάθε εγκυμονούσας είναι ο πλέον αρμόδιος για να τη συμβουλεύσει με ακρίβεια.
Η μελέτη στοχεύει στην ανανέωση των ιατρικών κατευθυντήριων γραμμών που είναι σχεδόν 30 ετών, με βάση στοιχεία του 1980 για έναν πληθυσμό καυκάσιας καταγωγής. Η επικαιροποίηση που έγινε το 2009 εξακολουθούσε να βασίζεται σε πληθυσμό μητέρων με περιορισμένη εθνοτική ποικιλομορφία και με μικρότερο γενικό βάρος.