Ένας νέος τρόπος εντοπισμού της σοβαρότητας των μυϊκών τραυματισμών θα μπορούσε να βοηθήσει τους ποδοσφαιριστές να επιστρέψουν στην ενεργό δράση πιο γρήγορα, σύμφωνα με έρευνα.
Οι Ισπανοί επιστήμονες δήλωσαν ότι η χρήση ρεύματος στους τραυματισμένους μύες έδωσε μια σαφέστερη εικόνα της βλάβης των μαλακών ιστών, σε σχέση με το υπερηχογράφημα ή τη μαγνητική τομογραφία. Αυτό θα μπορούσε να δώσει στις ποδοσφαιρικές ομάδες και τους αθλητές μια καλύτερη ιδέα για τον χρόνο αποθεραπείας και επιστροφής στα γήπεδα.
Η τεχνική δοκιμάστηκε σε τραυματισμούς 18 επαγγελματιών ποδοσφαιριστών της περίφημης Μπαρτσελόνα.
Οι τραυματισμοί στους σκελετικούς μύες είναι συνήθεις στον πρωταθλητισμό και ιδιαίτερα στο ποδόσφαιρο, όπου αντιπροσωπεύουν το 30% όλων των τραυματισμών.
Η μελέτη, από το Πολυτεχνικό Πανεπιστήμιο της Καταλονίας, υπογραμμίζει ότι είναι συχνά δύσκολο να υπάρξει μια σαφής εικόνα για το πότε θα αγωνιστεί ξανά ένας αθλητής που έχει τραυματιστεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το «μυϊκό χάσμα» – ή η μυϊκή βλάβη – δεν μπορεί εύκολα να μετρηθεί με τις τρέχουσες μεθόδους.
Η νέα τεχνική, που ονομάζεται τοπική μέτρηση βιοηλεκτρικής εμπέδησης (L-BIA), λειτουργεί με το πέρασμα εναλλασσόμενου ρεύματος χαμηλής έντασης σε υγιή μυϊκό ιστό και κατόπιν με τη σύγκριση των αποτελεσμάτων με εκείνα από τον τραυματισμένο ιστό.
Ο Δρ Javier Yanguas, επικεφαλής γιατρός της Μπαρτσελόνα, δήλωσε σχετικά με τη νέα τεχνική: «Μπορεί να υποστηρίξει την εικόνα από υπερήχους ή μαγνητική τομογραφία για να βοηθήσει την ποσοτικοποίηση της διαταραγμένης δομής των μαλακών ιστών στους τραυματισμένους μύες». Είπε επίσης ότι ήταν μια φτηνή και μη επεμβατική μέθοδος.
Η μελέτη εξέτασε 22 μυϊκούς τραυματισμούς σε 18 παίκτες της Μπαρτσελόνα σε διάστημα πέντε ετών. Οι ερευνητές έκαναν μετρήσεις αμέσως μετά τους τραυματισμούς των ποδοσφαιριστών και στη συνέχεια και πάλι, όταν επέστρεψαν στο γήπεδο και τις σύγκριναν και με τα αποτελέσματα τεστ σε υγιείς μύες.
Ως αποτέλεσμα, ήταν σε θέση να διαχωρίσουν τους τραυματισμούς σε δύο ξεχωριστές ομάδες, να αντιληφθούν τη σοβαρότητά τους και στη συνέχεια τον πιθανό χρόνο ανάρρωσης των παικτών.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό Physiological Measurement.