Επιστήμονες δημιούργησαν το λαμπρότερο φως που δημιουργήθηκε ποτέ στη Γη, μια ακτίνα λέιζερ που λάμπει ένα δισεκατομμύριο φορές περισσότερο από την επιφάνεια του ήλιου.
Όταν «άναψαν» την αδιανόητα φωτεινή δέσμη, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένας νέος τύπος ακτίνων Χ, ικανός να βγάζει εικόνες υψηλότερης ανάλυσης. Το ισχυρότατο λέιζερ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε νοσοκομεία αλλά και πολλούς άλλους τομείς.
Όταν το φως χτυπά ένα αντικείμενο, διασκορπίζεται – ένα αποτέλεσμα που επιτρέπει στα μάτια μας να το δουν. Κανονικά, ένα ηλεκτρόνιο διασκορπίζει μόνο ένα φωτόνιο κάθε φορά, αλλά η δέσμη φωτός που παράγεται στο Εργαστήριο Ακραίου Φωτός του Πανεπιστημίου της Νεμπράσκα διασκορπίζει σχεδόν 1.000 φωτόνια σε μια στιγμή.
Ο Δρ Donald Umstadter, ένας από τους ερευνητές, δήλωσε: «Όταν έχουμε αυτό το αδιανόητα φωτεινό φως, αποδεικνύεται ότι η διασπορά του -αυτό το θεμελιώδες φαινόμενο που κάνει τα πάντα ορατά – αλλάζει ουσιαστικά φύση. Είναι σαν τα πράγματα να φαίνονται διαφορετικά, καθώς αυξάνεται η φωτεινότητα του φωτός. Κανονικά, ένα αντικείμενο γίνεται συνήθως πιο φωτεινό, όταν ρίχνουμε επάνω του φως, αλλά μοιάζει ακριβώς όπως και με χαμηλότερο επίπεδο φωτισμού. Σε αυτήν την περίπτωση όμως, το φως αλλάζει την εμφάνιση του αντικειμένου. Το φως αντανακλάται σε διαφορετικές γωνίες, με διαφορετικά χρώματα, ανάλογα με το πόσο φωτεινό είναι».
Είπε επίσης ότι οι ιδιότητες τύπου ακτίνων Χ του φωτός θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την λήψη τρισδιάστατων εικόνων ακόμη και σε νανοσκοπική κλίμακα. Αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό μικροσκοπικών όγκων ή καταγμάτων, που σήμερα δεν μπορούν να αποκαλυφθούν από την εξέταση συμβατικών ακτινογραφιών, όπως πιστεύουν οι ερευνητές.
Θα μπορούσε επίσης να είναι χρήσιμο ως μια εξαιρετικά γρήγορη κάμερα, η οποία θα μπορούσε να τραβήξει εικόνες χημικών αντιδράσεων ή ηλεκτρονίων καθώς κινούνται, μεταξύ άλλων πιθανών χρήσεων από επιστήμονες.
«Υπήρχαν πολλές θεωρίες, εδώ και πολλά χρόνια, που δεν είχαν δοκιμαστεί ποτέ στο εργαστήριο, επειδή ποτέ δεν είχαμε αρκετή φωτεινή πηγή, για να κάνουμε και να παρακολουθήσουμε το πείραμα», δήλωσε ο Δρ Umstadter. «Πιστεύουμε ότι αυτό πρόκειται να αλλάξει σύντομο».