Η Ισλανδία βρίσκεται πολύ κοντά στο να γίνει η πρώτη χώρα όπου δεν γεννιούνται παιδιά με σύνδρομο Ντάουν.
Οι σχετικές προγεννητικές εξετάσεις εισήχθησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στο σύστημα υγείας και η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών που εμφανίστηκαν θετικές στα τεστ αποφάσισε να τερματίσει την εγκυμοσύνη της.
Αν και οι εξετάσεις είναι προαιρετικές, όλες οι μέλλουσες μητέρες ενημερώνονται για τη διαθεσιμότητά τους και το 85% επιλέγουν να υποβληθούν σε αυτές.
Το λεγόμενο συνδυαστικό τεστ χρησιμοποιεί υπερηχογράφημα και εξετάσεις αίματος – ενώ λαμβάνει υπόψη και την ηλικία της μητέρας. Αυτό καθορίζει εάν το έμβρυο θα έχει κάποια χρωμοσωμική ανωμαλία, η συνηθέστερη από τις οποίες οδηγεί στο σύνδρομο Ντάουν.
Ο νόμος στην Ισλανδία επιτρέπει την άμβλωση μετά από 16 εβδομάδες, εάν το έμβρυο έχει κάποιο σημαντικό πρόβλημα υγείας και το σύνδρομο Ντάουν περιλαμβάνεται σε αυτήν την κατηγορία.
Κατά μέσο όρο, ένα ή δύο παιδιά με το σύνδρομο γεννιούνται στην Ισλανδία κάθε χρόνο. Μερικές φορές, αυτό οφείλεται σε ανακριβή αποτελέσματα του τεστ.
«Μωρά με σύνδρομο Ντάουν εξακολουθούν να γεννιούνται στην Ισλανδία», δήλωσε η Hulda Hjartardottir, επικεφαλής της μονάδας προγεννητικής διάγνωσης στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Landspitali. «Κάποια από αυτά είχαν μικρή πιθανότητα κινδύνου στο τεστ εξέτασης, επομένως δεν καταφέραμε να τα εντοπίσουμε».
Η Helga Sol Olafsdottir συμβουλεύει τις γυναίκες που σκοπεύουν να τερματίσουν την εγκυμοσύνη τους εξαιτίας κάποιας εμβρυϊκής ανωμαλίας. Αναφέρει ότι λέει στις μητέρες: «Αυτή είναι η ζωή σου. Έχεις το δικαίωμα να επιλέξεις πώς θα μοιάζει η ζωή σου».
Όπως λέει, «Δεν θεωρούμε την έκτρωση ως δολοφονία. Το βλέπουμε ως κάτι που τελειώσαμε. Τελειώσαμε μια πιθανή ζωή που μπορεί να είχε τεράστιες επιπλοκές, αποτρέψαμε τον πόνο για το παιδί και την οικογένεια. Και νομίζω ότι είναι πιο σωστό από το να το βλέπεις ως δολοφονία – να το βλέπεις ως κάτι άσπρο ή μαύρο. Η ζωή δεν είναι μαύρη ή άσπρη. Η ζωή είναι γκρίζα».