Οι σαμουράι ήταν υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης πολεμιστές οι οποίοι εμφανίσθηκαν στην Ιαπωνία μετά τον 7ο αιώνα μ.Χ. Είχαν αυστηρό κώδικα τιμής και μεγάλες σωματικές ικανότητες. Η διατροφή τους στηριζόταν στα λαχανικά, τα ψάρια, το ρύζι και πολύ λιγότερο στο κρέας. Ο μύθος θέλει να κατανάλωναν ικανές ποσότητες ενός πολυετούς φυτού, της ashitaba, που αναπτύσσεται στις ακτές της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό.
Το φυτό αυτό συνηθίζεται στην παραδοσιακή λαϊκή ιατρική μέχρι και τώρα ως μέσο αντιμετώπισης των πεπτικών προβλημάτων και της υψηλής χοληστερόλης. Η ashitaba υπήρξε σημαντική στην διατροφή των σαμουράι για πολλούς αιώνες καθώς είχε την φήμη πως ήταν ένα βότανο που εξασφάλιζε μακρά και υγιή ζωή. Η ashitaba ή angelica keiskei koidzumi έχει τέτοιες ιδιότητες αυτοαναζωογόνησης ώστε εάν κοπεί ένα φύλλο το πρωί, θα βγει άλλο στην θέση του μέχρι την επόμενη μέρα. Τα φύλλα του φυτού μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να παρασκευαστεί τσάι ενώ η ρίζα τρώγεται ως λαχανικό (θυμίζει κάπως τη γεύση του σέλινου).
Πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι το μυστικό διατροφής των σαμουράι δεν ήταν μόνο θρύλος αλλά έχει επιστημονική βάση καθώς το φυτό διαθέτει εντυπωσιακές αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Οι μέχρι στιγμής ενδείξεις αναφέρουν ότι έχει πολλά πιθανά οφέλη για την υγεία καθώς και ότι μπορεί να επιβραδύνει την γήρανση.
Σύμφωνα με τον καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Graz στο Ινστιτούτο Μοριακών Βιοεπιστημών της Αυστρίας Frank Madeo που πήρε μέρος στην έρευνα που διεξήχθη, η ουσία 4,4′-διμεθοξυχαλκόνη ή DMC, η οποία βρίσκεται στο φυτό, προκαλεί αυτοφαγία. Πρόκειται για μια διαδικασία καθαρισμού και ανακύκλωσης που αφαιρεί το περιττό υλικό από τον οργανισμό, ειδικά τα κυτταρικά σκουπίδια που μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες. Αυτή ακριβώς η διαδικασία καθαρισμού είναι το κλειδί για την καλή υγεία και την επιβράδυνση της γήρανσης.
Η έρευνα βρίσκεται ακόμα στα αρχικά στάδια και τα επόμενα βήματα θα περιλαμβάνουν τη δοκιμή του DMC σε ποντίκια προκειμένου να διερευνηθεί αν η ουσία μπορεί να καθυστερήσει την γήρανση και τις σχετιζόμενες με την ηλικία ασθένειες. Και οπωσδήποτε, αν όλα πάνε καλά, θα πρέπει να γίνουν κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους.