Οι μητέρες που είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης γεννούν βαρύτερα μωρά, υποστηρίζει μια νέα έρευνα.
Η μελέτη, πιο διεξήχθη από τα πανεπιστήμια του Μπρίστολ και του Έξετερ, διαπίστωσε ότι οι μητέρες με υψηλότερα επίπεδα σακχάρου στο αίμα – ακόμη και όταν βρίσκονται εντός των φυσιολογικών τιμών – έχουν επίσης την τάση να γεννούν βαρύτερα μωρά. Αντίθετα, υψηλότερη αρτηριακή πίεση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, σημαίνει ότι υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες το μωρό να γεννηθεί μικρότερο.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα λιπίδια στο αίμα της μητέρας ή τα επίπεδα λίπους δεν φαίνεται να είναι σημαντικά για τον καθορισμό του βάρους του μωρού.
Η Δρ Rachel Freathy, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Έξετερ, δήλωσε: «Ένα πολύ βαρύ ή πολύ αδύνατο μωρό διατρέχει κινδύνους για την υγεία του, ειδικά όταν βρίσκεται στο ένα ή στο άλλο άκρο. Το μεγάλο και το μικρό βάρος γέννησης συνδέονται επίσης με ασθένειες αργότερα στη ζωή τους, όπως ο διαβήτης τύπου 2. Η κατανόηση των χαρακτηριστικών της μητέρας που επηρεάζουν το βάρος γέννησης των παιδιών της μπορεί τελικά να μας βοηθήσει στη διαχείριση μιας υγιούς εγκυμοσύνης και να μειώσει τον αριθμό των βρεφών που γεννιούνται πολύ μεγάλα ή πολύ μικρά».
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης, χρησιμοποίησε στοιχεία πλέον των 30.000 υγιών γυναικών και των μωρών τους, από 18 διαφορετικές μελέτες.
Οι ερευνητές εξέτασαν τις γενετικές παραλλαγές που συνδέονται με τον Δείκτη Μάζα Σώματος των μητέρων, με το επίπεδο της γλυκόζης στο αίμα και των λιπιδίων και με την αρτηριακή πίεση, σε συνδυασμό με μετρήσεις αυτών των τιμών κατά την εγκυμοσύνη και με το βάρος των μωρών κατά τη γέννηση. Όλες οι γυναίκες στη μελέτη είχαν ευρωπαϊκή καταγωγή και ζούσαν στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ ή την Αυστραλία, ενώ τα μωρά τους είχαν γεννηθεί μεταξύ 1929 και 2013.
Ο Δρ Jess Tyrrell, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Έξετερ, δήλωσε: «Πολλές έρευνες για την εγκυμοσύνη και το βάρος γέννησης έχουν βασιστεί στην παρατήρηση, αλλά αυτό μπορεί να κάνει πολύ δύσκολο να καθοριστεί ποια είναι η αιτία και ποιο το αποτέλεσμα, δημιουργώντας σύγχυση στις μητέρες, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές. Η γενετική μέθοδός μας είναι πιο ισχυρή, δίνοντας σαφείς ενδείξεις ότι το βάρος, η γλυκόζη και η πίεση του αίματος της μητέρας επηρεάζουν το μέγεθος του μωρού».
Η παχυσαρκία συνδέεται συνήθως με υψηλότερη αρτηριακή πίεση και οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι αυτό συνδέεται με τη γέννηση μικρότερων μωρών.
Η καθηγήτρια Debbie Lawlor, από τη Σχολή Κοινωνικής και Κοινοτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, πρόσθεσε: «Είναι μια πολύ σημαντική έρευνα, που θα μπορούσε να γίνει μόνο με τη συνεργασία ενός μεγάλου αριθμού επιστημόνων και την εμπλοκή συμμετεχόντων από διάφορες χώρες. Θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για να απαντήσουμε στο επόμενο σημαντικό ερώτημα, το οποίο είναι κατά πόσον το βάρος, η γλυκόζη και η αρτηριακή πίεση της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη, επιδρά όχι μόνοι στο βάρος των μωρών κατά τη γέννησή τους αλλά και όταν γίνονται ενήλικες: Τα παιδιά που γεννήθηκαν από γυναίκες με υψηλά επίπεδα γλυκόζης κατά την κύηση, συνεχίζουν να είναι βαρύτερα όλη τους τη ζωή;».